ῥῆνον

ῥῆνον
ῥαίνω
sprinkle
aor imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάκτηση — η (AM κατάκτησις) [κατακτῶμαι] 1. η απόκτηση, η κυριότητα, η επιτυχία μετά από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η κατάκτηση τού πλούτου» β. «η κατάκτηση τού διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς κατάκτησις», Φιλόδ.) 2. η επιβολή δύναμης με… …   Dictionary of Greek

  • πλημμυρώ — άω και έω / πλημμυρῶ, έω, και πλημμύρω και πλημύρω και πλημυρῷ, ΝΜΑ 1. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω (α. «πλημμυράνε τα ποτάμια» β. «τὸν Ῥῆνον... κατ ἐκεῑνο τοῡ πόρου μάλιστα πλημμυροῡντα», Πλούτ.) 2. (για χώρο) κατακλύζω με νερό (α. «σπάνε οι σωλήνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”